Το Ταξίδι
Lambros Porphyras (1879-1932)
Το Ταξίδι
Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου καί κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σέ μιά γαλανή, μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα καί πάμε μακριά στής Χαράς τό νησί.
Ούτ’ ένα σύννεφο κι ούτ’ ένας μαύρος καπνός στόν αγέρα·
πλάι μας στήθη ερωτιάρικα κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί,
φώς στά μαλλιά τά ξανθά, φώς στό πέλαγο, φώς πέρ’ ως πέρα·
μά ποιός επήγε ποτέ του μακριά στής Χαράς τό νησί;
Ώ! τί με νοιάζει κι άν πάμε ως εκεί; τί με νοιάζει; Γελάει
όλ’ η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή,
στ’ άπειρο μέσα κυλάμε· κι η Αννούλα τρελλά τραγουδάει·
όπου καί νά ’ναι μακριά θά φανή τής Χαράς τό νησί…The Voyage
A sun-flooded day, an incredible dream! with Annoula:
a few good old friends and some girls and Annoula and I
got into a blue, drunken boat, methysméni varkoúla,
got in and went off and away to the Island of Joy.
Not a cloud and not even a puff of black smoke in the sky:
all around us were breasts full of love, there were throats snowy-white:
there was light on fair hair, on the sea: light was everywhere, light:
oh, but who ever got there at all, to the Island of Joy?
Oh, what do I care if we get there? Who cares? In the ringing
sweet laughter of friends, all life’s troubles go laughing away!
We are rolled in infinity! Hark at Annoula’s wild singing!
Looming somewhere, wherever, the faraway Island of Joy.Published in the Norton Anthology of Greek Poetry, 2010.
Translation: Copyright © Timothy Adès