Τὸ Στερνὸ Παραμύθι
Lambros Porphyras (1879-1932)
Τὸ Στερνὸ Παραμύθι
Πήραν στρατί στρατί τό μονοπάτι
βασιλοπούλες καί καλοκυράδες,
από τίς ξένες χώρες βασιλιάδες
καί καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι.
Καί γύρω στής γιαγιάς μου τό κρεβάτι,
ανάμεσ’ από δυό χλωμές λαμπάδες,
περνούσανε καί σάν τραγουδιστάδες
τής τραγουδούσαν – ποιός τό ξέρει; - κάτι.
Κανείς γιά τής γιαγιάς μου τήν αγάπη
δέ σκότωσε τό Δράκο ή τόν Αράπη,
καί νά τής φέρη αθάνατο νερό.
Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ’ απάνω – μιά φορά κι έναν καιρό –
ο Αρχάγγελος χτυπούσε τά φτερά του.The Last Fairy Tale
Along the pathway slowly, slowly,
they came, princesses, mermaids, riders
on horses, kings of far-off countries;
moved round my granny’s bed and chanted,
between a pair of pallid tapers,
as singers do, some song or other.
Not one there was who loved my granny
and killed the dragon and the ogre
to bring her the immortal water.
Below, I saw my mother kneeling;
and, once upon a time, above us,
the Archangelic wings were beating.Translation: Copyright © Timothy Adès